- μηριαῖα
- μηριαῖοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek
σκαρπαίος — α, ο, Ν φρ. α) «σκαρπαίο τρίγωνο» ανατ. τριγωνική περιοχή τής πρόσθιας έσω επιφάνειας τού μηρού, μεταξύ βουβωνικού συνδέσμου προς τα επάνω, μακρού προσαγωγού μυός προς τα έσω και ραπτικού μυός προς τα έξω, περιοχή από την οποία διέρχονται η… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… … Dictionary of Greek
βεσπερτιλιονίδες — (vespertilionidae). Οικογένεια χειροπτέρων θηλαστικών της τάξης των μικροχειροπτέρων, στην οποία ανήκουν και οι νυχτερίδες. Χαρακτηριστικό των β. είναι η έλλειψη δερματικής πτυχής στη μύτη, τα μεγάλα τους αφτιά, τα μικρά και πλατιά φτερά τους και … Dictionary of Greek